- Μαδράς
- το г. Мадрас
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Μαδράς — ή (επίσημα) Τσενάι (Madras, επίσημα Chennai). Πόλη (6.424.624 κάτ. το 2001) της νοτιοανατολικής Ινδίας, πρωτεύουσα του ομόσπονδου κρατιδίου Ταμίλ Ναντού (130.058 τ. χλμ., 62.110.839 κάτ.), στην ακτή του κόλπου της Βεγγάλης. Τέταρτη μεγαλούπολη… … Dictionary of Greek
Μαδράς, Αχιλλέας — (Κωνσταντινούπολη 1875 – Αθήνα 1967). Ηθοποιός και σκηνοθέτης του κινηματογράφου. Σπούδασε στο Ωδείο του Παρισιού και στην πόλη αυτή εμφανίστηκε για πρώτη φορά με τον θίασο της Σάρα Μπερνάρ (1900), γεγονός που τον έκανε σύντομα γνωστό στο… … Dictionary of Greek
Ινδία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ινδίας Έκταση: 3.287.590 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.029.991.145 (2001) Πρωτεύουσα: Νέο Δελχί (12.791.458 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ασίας. Συνορεύει Α με το Μπαγκλαντές και τη Μυανμάρ (Βιρμανία), Β με την Κίνα και… … Dictionary of Greek
Κορομάντελ — (Koromandel). Ανατολική ακτή των κρατιδίων Ταμίλ Ναντού και Άντρα Πραντές της νοτιοανατολικής Ινδίας, που εκτείνεται σε μήκος 644 χλμ., μεταξύ των εκβολών του Κρίσνα στα Β και του ακρωτηρίου Καλιμέρ στα Ν και βρέχεται από τον κόλπο της Βεγγάλης.… … Dictionary of Greek
Names of Asian cities in different languages — This is a list of cities in Asia that have several different names in different languages, including former (e.g. colonial) names. Many cities have different names in different languages. Some cities have also undergone name changes for political … Wikipedia
ορείχαλκος — Δυαδικό κράμα χαλκού και ψευδάργυρου με περιεκτικότητα σε ψευδάργυρο έως 50%. Ο βιομηχανικός ο. (περίπου 20 25% σε ψευδάργυρο) έχει χαρακτηριστικό κίτρινο χρώμα, είναι πολύ συμπαγής, λεπτόκοκκος και μπορεί να υποστεί επεξεργασία εν θερμώ και εν… … Dictionary of Greek
σαρδάμ — το, Ν άκλ. το μπέρδεμα τών συλλαβών, αναγραμματισμός τών λέξεων κατά τον προφορικό λόγο. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. έχει προέλθει από αναγραμματισμό τού ονόματος τού ηθοποιού σκηνοθέτη Μαδράς, που είναι και ο πρώτος που τόν χρησιμοποίησε με την συγκεκριμένη… … Dictionary of Greek
Άγκνι — Θεότητα της βεδικής θρησκείας (βλ. λ. Βέδες) προσωποποίηση μιας ιδιαίτερης μορφής της φωτιάς, που παρευρίσκεται κυρίως στις θυσίες, όπου ενώνει τον ορατό κόσμο των ανθρώπων με τον αόρατο κόσμο των θεών. Θεωρείται άλλοτε τέκνο των Ουράνιων Υδάτων… … Dictionary of Greek
Βεγγάλη — Ιστορικογεωγραφική περιοχή (200.575 τ. χλμ.) της νότιας Ασίας, διαιρεμένη πολιτικά μεταξύ της Ινδικής Ένωσης (ανατολική Ινδία) και του Μπαγκλαντές. Καταλαμβάνει το κάτω λεκανοπέδιο και το δέλτα που σχηματίζουν ο Γάγγης και ο Βραχμαπούτρα. Το… … Dictionary of Greek
Βομβάη — (Bombay ή Mumbai).Πόλη (11.914.398 κάτ. το 2001) της Ινδικής Ένωσης (Ινδίας), πρωτεύουσα του ομοσπονδιακού κράτους Μαχαράστρα, χτισμένη σε μια θαυμάσια τοποθεσία στο Σαλσέτ, νησί κοντά στις ακτές του Περσικού κόλπου. Το 1534, ο σουλτάνος του… … Dictionary of Greek
Γκόζε, Σρι Αουρομπίντο — (Sri Aurobindo Gose, Βεγγάλη 1872 – Ποντισερί, Μαδράς 1950). Ινδός φιλόσοφος. Αφού σπούδασε στην Αγγλία, όπου ήρθε σε επαφή με την ευρωπαϊκή σκέψη, γύρισε στην πατρίδα του, όπου καταδιώχθηκε λόγω της δράσης του για την εθνική απελευθέρωση της… … Dictionary of Greek